ορνιθοσκαλίδα

ορνιθοσκαλίδα
η
ζωολ. άλλη κοινή ονομασία τής μπεκάτσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρνιθα + σκαλίς, ίδος «μέσο για ανατάραξη ή σκαφή τού χώματος, σκαπάνη, τσάπα» (< σκάλλω, «σκάπτω, σκαλίζω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”